- τριβόμενοι
- τρῑβόμενοι , τρίβωrubpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφώνιο — το μουσ. 1. είδος χάλκινου πνευστού μουσικού οργάνου που χρησιμοποιείται στη στρατιωτική μουσική 2. μουσικό όργανο που αποτελείται από γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι, τριβόμενοι με βρεγμένα χέρια, αποδίδουν χρωματική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος … Dictionary of Greek